- αμπολή
- η1. τεχνητό αυλάκι για τη διοχέτευση τού νερού σε απομακρυσμένα σημεία, οχετός, χαντάκι2. το φράγμα που σχηματίζεται σε ένα σημείο τής κοίτης τού ρεύματος προς συγκέντρωση τού ύδατος και ανύψωση τής στάθμης του, ώστε να είναι δυνατό να διοχετευθεί και σε ψηλότερα σημεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμβολή, «είσοδος, διάβαση, στόμιο ποταμού»].
Dictionary of Greek. 2013.